κλινοστρόφιον

κλινοστρόφιον
κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειρο-στρόφιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλινοστρόφια — κλινοστρόφιον engine of torture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγηνοστρόφιον — τὸ, Α μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + στρόφιον (< στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”